Περί του πνευματικού αγώνος

Ἡ εἴσοδός μας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή σηματοδοτεῖ τήνἔναρξη ἑνός ἐντονωτέρου πνευματικοῦ ἀγῶνoς, προκειμένου νά φτάσωμε νάπροσκυνήσωμε τά σεπτά πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά τόνδοξάσωμε Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.

Αὐτός ὁ ἀγώνας εἶναι δύσκολος, ἀφοῦ ἡ πορεία μας γιά συνάντηση μέ τόνΚύριό μας εἶναι «Γολγοθάς», τόν ὁποῖο ἀνεβαίνομε αἴροντες ὁ καθένας τόνσταυρό του.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐνισχύει σ’ αὐτόν τόν ἀνηφορικό δρόμο, χαρίζοντάς μας τήν δυνατότητα νά βαδίζωμε ἔχοντας συνοδοιπόρο μας τόν ἴδιοτόν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστό, ὁ ὁποῖος κάθε φορά πού πέφτομε καίπληγωνόμαστε, μᾶς πιάνει ἀπό τό χέρι καί μᾶς δίδει οὐράνια χάρη καί δύναμη.Ὅμως ἔχομε καί τήν Παναγία μας, ἡ ὁποία μέ τίς πρεσβεῖες της γίνεται ἡ παραμυθία μας, ἡ παρηγοριά μας δηλαδή, καί μέ τό μητρικό γλυκύτατο βλέμμα της στηρίζει τά ἀδύναμα μέλη μας, ὥστε νά φτάσωμε στό εὐλογημένοτέλος. Τήν συνοδεύουν στήν ἱκεσία της οἱ Ἅγιοί μας, οἱ οποῖοι μέ τήν κατά Θεόνβιοτή καί πολιτεία τους, μᾶς ἐμπνέουν καί μᾶς στηρίζουν στήν πνευματική μας πορεία.

          Σ’ αὐτό τόν δρόμο ἡ μητέρα μας Ἐκκλησία μᾶς παρέχει καί τά σωτήρια φάρμακα, πού εἶναι, ὅπως ὅλοι καλῶς γνωρίζομε, ἀπαραίτητα γιά τήνθεραπεία τῶν «πληγῶν» μας. Εἶναι ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ νήψη, ἡ φυλακήτοῦ νοός, τό λουτρό τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, καί τέλος ἡ συμμετοχή μας στήν Εὐχαριστιακή Τράπεζα, ὅπου γινόμαστε μέτοχοι τῆς οὐρανίου χαρᾶςκαί μακαριότητος, γευόμενοι τοῦ Παναγίου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματοςτοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

          Πρέπει ὅμως νά γνωρίζωμε λεπτομερῶς τίς δυσκολίες αὐτῆς τῆς πορείαςκαί τούς ἐχθρούς μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται, ὥστε νά μᾶς ἐμποδίσουν ,παντίτρόπῳ, νά φτάσωμε στό ἐπιθυμητό καί ἅγιο «τέλος», νά ἐπιτύχωμε δηλαδή τήνκατά Χριστόν Ἰησοῦν τελείωση, τήν θέωσή μας.

          Ἄς δοῦμε λοιπόν, ἐν ὀλίγοις, αὐτούς τούς ἐχθρούς μας, ὥστε νάσυντονίσωμε τόν ἀγῶνα μας πρός τελείαν καί βεβαίαν τήν νίκη.

·                    Ὁ πρῶτος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας, ὁ ὁποῖοςἐπιθυμεῖ τά ἰδικά του, καί κάθε τόσο τό γαιῶδες, τό  χαμαίζηλον φρόνημά μαςἐξέρχεται εἰς βοσκήν βορβορώδη, ὑπηρετώντας τίς σαρκικές ἡδονές καίἐπιθυμίες μας. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει σχετικά μέ αὐτό τό θέμα: «Βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου, ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦνοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖςμέλεσί μου» (Ρωμ. ζ’.23).

          Ὅ Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς κάνει ἐπίσης λόγο γιά τίς σωματικέςαἰσθήσεις, ἀφοῦ ἔχομε σῶμα, οἱ ὁποῖες πολλάκις ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦθελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κάνει λόγο καί γιά τήν ψυχική αἴσθηση, ἀφοῦ ἔχομεκαί ψυχή.

Ὁ ἐμπαθής καί πεπτωκώς ἄνθρωπος, ἔχει φρόνημα σαρκικό καί ὑπηρετεῖδουλικά τά ταπεινά ἔνστικτα. Ζεῖ γιά τήν εὐχαρίστηση τῶν σωματικῶναἰσθήσεων, ἡ ὁποία εἶναι πρόσκαιρη καί καταστροφική. Ὅ ἂνθρωπος αὐτῆςτῆς κατηγορίας, «τόν ἀγῶνα πάντα πρός τά ὁρώμενα ἔχει... Σκοτεινός εἰσίτοῖς φρονήμασι καί τῶν ἀκτίνων τοῦ θείου φωτός πάντων ἀμέτοχος» (Νικήτας Στηθᾶτος).

Ὁ πλέον χαρακτηριστικός ὅμως λόγος γιά αὐτό τό εἶδος ἀνθρώπου, εἶναιἐκεῖνος τοῦ ὁσίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: «Ὁ σαρκικῇ προαιρέσει ἄνθρωπος,ὁπόταν περί Θεοῦ ἀκούσῃ, ὡς ἀηδεῖ ὁμιλία περιοχλούμενος τόν νοῦνἀηδιάζεται, καθώς καί ὁ προφήτης λέγει: “ἐγένετο αὐτοῖς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦὡς ἔμετος”».

·                    Ὁ δεύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος μέ τό δικό του «κοσμικό», ἁμαρτωλό φρόνημα καί μέ τήν δύναμη πού διαθέτει, μᾶς ἑλκύεισυνεχῶς πρός τά ἡδέα (εὐχάριστα) τῆς γῆς, τά ὁποῖα εἶναι φθαρτά καίπαρέρχονται ἀνεπιστρεπτί. Μᾶς ξεγελάει λέγοντάς μας ὅτι ἡ εὐτυχία καί ἡ χαρά εὑρίσκονται ἐδῶ καί ὅτι ὅταν κλείσωμε τά μάτια μας ὅλα τελειώνουν, λέςκαί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὄν χωρίς εἶδος καί πνευματικό κάλλος.

Ὁ κόσμος, μᾶς κινεῖ σέ ἐξωστρέφεια καί διασπᾶ τίς ἐσωτερικές μας δυνάμεις, ὥστε νά εὑρισκώμεθα συνεχῶς σέ πνευματική ραστώνη καί νά ζοῦμεἁπλῶς στό «κατά φύσιν», χωρίς πνευματική πρόοδο καί ἀνάταση.

Θά ἀναφέρω δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα, τά ὁποῖα ἔχουντήν φιλοσοφία τοῦ, «δέν πειράζει...».

-                     Συνήντησα μετά τήν Πρωτοχρονιά γυναῖκα, μεγάλης ἡλικίας, ἡὁποία μοῦ εἶπε «ἐν χαρᾷ» ὅτι ἦτο εὐτυχής, διότι ἐξεπληρώθη ἡ ἐπιθυμία της,πρίν πεθάνει νά πάῃ στό καζίνο. Βρέ γιαγιά, εἶπα, τί λές! Πῆγες ἐσύ στό καζίνο;Ναί Δεσπότη μου, εἶναι κακό; Μά ἐκεῖ εἶναι ναός τοῦ διαβόλου, τῆς εἶπα. Δένἔπαιξα λεφτά Δεσπότη μου, ἀλλά... εἶναι ὡραῖα... Θά πάω Δεσπότη μου νάἐξομολογηθῶ γιά νά μέ συγχωρέσῃ ὁ Θεός.

Ἄχ αὐτή ἡ νοοτροπία, εἶπα μέσα μου, πόσους ἔχει ὁδηγήσει σέκαταστάσεις ὀδυνηρές! «Ἔλα βρέ ἀδελφέ, καί τί ἔγινε...;» Ἡ ἐξωστρέφεια, τόκοσμικό φρόνημα, τό ὁποῖο μᾶς μπερδεύει καί μᾶς ἀποπροσανατολίζει.

Δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἡ συμμετοχή τῶν ἀνθρώπων στίς καρναβαλικέςἐκδηλώσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ξένες μέ τό ἦθος καί τά δεδομένα τῆς Ὀρθοδόξουπίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας μας. «Ἔ, δέν πειράζει πού βγαίνομε γιά νάξεφαντώσωμε...», λένε οἱ περισσότεροι. Αὐτό τό, «δέν πειράζει» τοῦ κοσμικοῦφρονήματος ὁδηγεῖ στό παντελές ξέφτισμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

·                    Τρίτος ἐχθρός μας εἶναι ὁ μισόκαλος διάβολος, ὁ ὁποῖοςἐργάζεται νυχθημερόν ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος καί διαβάλλει συνεχῶςτόν Θεό στόν ἄνθρωπο, ὡς μιαρός ψυθιριστής. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μιλάει μέσαφήνεια καί προειδοποιεῖ: «Εἶδον τάς παγίδας τοῦ διαβόλου ἡπλωμένας ἐντῇ γῇ». Καραδοκεῖ, ὁ πειραστής, σέ κάθε μας βῆμα καί έπιζητεῖ μανιακῷ τῷτρόπῳ τίνα καταπίῃ.

Ὁ ἄνθρωπος, «πεσών ὑπό τήν ἐξουσίαν τοῦ διαβόλου κλονεῖται τῷ δεινῷἀνέμῳ τῆς ἁμαρτίας πνέοντι, καί σείονται ψυχαί καί λογισμοί καί νοῦς.Ὁμοιάζει δέ σίτῳ βεβλημένῳ τῷ σινίῳ τῆς γῆς ταύτης σινιαζόμενος ἐνἀστάτοις λογισμοῖς τοῦ κόσμου τούτου καί σάλῳ ἀπαύστῳ τῶν γηίνωνπραγμάτων, ἐπιθυμιῶν καί πολυπλόκων ἐννοιῶν, ὑλικῶν καί ἡδονῶνπαντοδαπῶν καί ποικίλων» (Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος).

Τά τεχνάσματα τοῦ διαβόλου εἶναι ποικίλα καί φοβερά, ἀφοῦ κτυπάει στόσημεῖο ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀδυναμία τοῦ καθενός μας. Ὅπως τό πτηνό δρυοκολάπτης κτυπάει μέ τό ράμφος του τόν κορμό τοῦ δένδρου, προκειμένουνά εὕρῃ κούφιο σημεῖο καί νά κτίσῃ τήν φωλιά του ἤ νά κορέσῃ τήν πεῖνα του,ἔτσι καί ὁ διάβολος κτυπάει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ ὅπου εἶναι κούφιος καί κενός, προκειμένου νά ἐγκαταστήσῃ τό στρατηγεῖο του.

·                    Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας συνιστοῦν τήν συνεχῆ μνήμη καί ἀγάπητοῦ Θεοῦ, πού γλυκαίνουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ στό βάθος τῆςκαρδιᾶς μας εἶναι ἐγκαθιδρυμένη ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ἐλάβαμεμέ τό ἅγιο Βάπτισμα.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς γήινες μέριμνες καί«τότε αὐτῷ ὀχλεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καθαρίζων αὐτόν ἐν αἰσθήσει πολλῇ καίπάσης τῆς γεώδους παχύτητος» (Ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).

Πολλάκις αἰσθάνομαι λύπην βαθυτάτην στήν ψυχή μου, ὅταν σκέπτωμαιὅτι λίγοι ἀγωνίζονται σωστά καί συνειδητά τόν καλόν ἀγῶνα κατά τήν διάρκειατῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλά καί καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τοῦἔτους καί ἀκόμη λιγότεροι φτάνουν στό τέρμα.

Εἶναι φανερό ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ζοῦν «βίον ἐπίπλαστον», χωρίς ἰδιαίτερο κόπο καί πνευματική ἄσκηση, καί γιά τοῦτο ἔχουν ἀδύναμεςπνευματικές αἰσθήσεις καί δέν ἀντέχουν στούς δεινούς ἀνέμους τῶν φρικτῶνπειρασμῶν. Ἔτσι, ἐνῷ κάνομε λόγο γιά τήν πνευματική ζωή, πόρρω ἀπέχομεαὐτῆς, καί ἐνῷ ἑτοιμαζόμαστε γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, οὐδένἐπιτυγχάνομε, ἀφοῦ δέν κατορθώνομε τό πέρασμά μας ἀπό τό σκοτάδι στόφῶς, ἀπό τά πρόσκαιρα καί τά βοσκηματώδη, στή χαρά τῶν τέκνων τῆςΒασιλείας τοῦ Θεοῦ.

·                    Ἡ δυνατότης ὑπάρχει καί ἡ χάρις πλουσία δίδεται παρά Κυρίου. Ἄςκαταθέσωμε τήν θέλησή μας καί τήν ὑπομονή μας γιά τόν σωστό πνευματικόἀγῶνα.

Μιά εὐχή καί προσευχή ἐπί τῇ ἀπαρχῇ τῆς κατανυκτικῆς καί Ἁγίαςπνευματικῆς περιόδου ἄς κάνωμε ἐκ βαθέων:

«Νά φτάσωμε εἰς τόν ἐνυπόστατον φωτισμόν καί τήν τελειωτάτηνδιάκρισιν... πορευόμενοι ἐν πνευματικῇ μεσημβρίᾳ, ἡλιακαῖς ἀκτῖσι ἀοράτοις,φαιδρυνόμενοι» (Ἀδελφοί Κάλλιστος & Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι).

Ἀδελφοί μου, σᾶς εὔχομαι Καλή Τεσσαρακοστή καί καλή Ἀνάσταση.